χαλικοδομία

χαλικοδομία
η, Ν
δόμηση με χαλίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + -δομία (< -δόμος < δέμω «χτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. τειχο-δομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Γρ. Παπαδόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”